- στερρότης
- (I)-ητος, ἡ, ΜΑβλ. στερεότητα.————————(II)-ητος, ἡ, Αβλ. στειρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερρότης — hardness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητα — στερρότης hardness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητας — στερρότης hardness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητες — στερρότης hardness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητι — στερρότης hardness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερρότητος — στερρότης hardness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητα — η / στερεότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ [στερεός / στερρός] η ιδιότητα τού στερεού, η κατάσταση τού στερεού νεοελλ. 1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας») 2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι… … Dictionary of Greek
στειρότητα — η / στειρότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος] αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα») νεοελλ. 1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός… … Dictionary of Greek